Dictionary of Greek. 2013.
στητῶδες — στητώδης masc/fem voc sg στητώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεατώδης — ες / στεατώδης, ῶδες, ΝΑ και στητώδης, ῶδες, Α [στέαρ ατος] αυτός που μοιάζει με στέαρ, με ξύγκι αρχ. γεμάτος στέαρ … Dictionary of Greek